- μέλομαι
- μέλωto be an object of carepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τημελώ — έω, Α φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. *τη μελος / τη μελη,… … Dictionary of Greek
ευμετάμελος — εὐμετάμελος, ον (Μ) (Α εὐμεταμέλητος, ον) αυτός που μεταμελείται, που μετανοεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα μέλομαι «μετανιώνω»] … Dictionary of Greek
υπερμέλομαι — Α φροντίζω υπερβολικά για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μέλομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»] … Dictionary of Greek